ἀρτιοταγής

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτῐοτᾰγής Medium diacritics: ἀρτιοταγής Low diacritics: αρτιοταγής Capitals: ΑΡΤΙΟΤΑΓΗΣ
Transliteration A: artiotagḗs Transliteration B: artiotagēs Transliteration C: artiotagis Beta Code: a)rtiotagh/s

English (LSJ)

ἀρτιοταγές,
A occupying the even places in a series, Iamb. in Nic. p.59 P., al.; prob. for -παγής in Nicom.Harm.11.3.
II even in number, Id.Ar.2.24.

Spanish (DGE)

-ές
clasificado entre los pares, par ἀναλογίαι Nicom.Ar.2.24.4, αἱ ἐκθέσεις τῶν ὅρων Nicom.Ar.1.8.10 (var.), χορδαί Nicom.Harm.11.3 (var.), τετράγωνοι Iambl.in Nic.p.59.

German (Pape)

[Seite 362] ές, Nicomach. ar. 1, 8, an gerader Stelle.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιοταγής: -ές, ὁ τεταγμένος κατ’ ἄρτιον ἀριθμόν, ὁ παριστῶν ἄρτιον ἀριθμόν, ὡς καὶ πᾶσαι αἱ ὑποδιαιρέσεις αὐτοῦ· «οἷον λόγου χάριν ἐὰν τὸν ρκη’ θῶμεν τὸν μέγιστον, ἀρτιοταγεῖς ἔσονται αἱ αὐτοῦ ἐκθέσεις τῶν ὅρων». Ἔνθα ἄλλοι ἔχουσιν, ἀρτιογενεῖς, ἀρτιοπληθεῖς (-πλησθεῖς) Ἰάμβλ. εἰς Νικομ. σ. 84Β, 86Α, 135C.