ἀρχοειδής
ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names
English (LSJ)
ἀρχοειδές, of the nature of a principle, Arist.Metaph.999a2, APo.86b38, Plu.2.1085c, Theol.Ar.8, al.: Comp., Alex.Aphr.Febr. 21, Simp. in Ph.7.21: Sup., Alex.Aphr.Febr.7, Dam.Pr.52ter. Adv. ἀρχοειδῶς Procl.Inst.65, Syrian. in Metaph.3.23.
Spanish (DGE)
-ές
1 fundamental, básico τὸ ἕν Arist.Metaph.999a2, ἀρχὴ τῆς δεικτικῆς Arist.APo.86b38, προβλήματα Aristox.Harm.54.23, cf. 55.3, Plu.2.1085c, Theol.Ar.8, Alex.Aphr.Febr.7, 2.1, Dam.Pr.52.
2 adv. -ῶς fundamentalmente Procl.Inst.65, Syrian.in Metaph.3.23.
German (Pape)
[Seite 366] ές, nach Art eines Princips, elementarisch; wesentlich, Arist. u. Sp.; z. B. Plut. adv. St. 48.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui est de principe, élémentaire.
Étymologie: ἀρχή, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχοειδής: первообразный, первоначальный, первичный, основной Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχοειδής: -ές, ὁμοιος ἀρχῇ, πρῶτος, πρωτεύων, ἄλλως τε κἄν τις τὸ πρῶτον γένος ἀρχὴν τιθῇ· ἀλλὰ μὴν καὶ εἰ μᾶλλόν γε ἀρχοειδὲς τὸ ἕν ἐστιν, ἕν δὲ το ἀδιαίρετον κτλ. Ἁριστ. Μεταφ. 2. 3, 9, Ἰστ. Ζ. 8. 2, 11, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -δῶς Μοσχίων, περὶ γυναικείων παθῶν 2.
Greek Monolingual
ἀρχοειδής, -ές (Α)
αυτός που θεωρείται ως αρχή, ο πρώτος ή πρωταρχικός.