ἀστραπηφορέω
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
carry lightnings, Ar.Pax 722.
Spanish (DGE)
(ἀστρᾰπηφορέω)
portar relámpagos ὑφ' ἅρματ' ἐλθὼν Ζηνὸς ἀστραπηφορεῖ de Zeus al carro uncido transporta los relámpagos E.Fr.312 (= Ar.Pax 722).
German (Pape)
[Seite 377] Blitzetragen, Ar. Pax 706.
French (Bailly abrégé)
ἀστραπηφορῶ :
porter des éclairs.
Étymologie: ἀστραπηφόρος.
Russian (Dvoretsky)
ἀστρᾰπηφορέω: носить (Зевсовы) молнии Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰπηφορέω: φέρω ἀστραπάς, ὑφ’ ἄρματ’ ἐλθὼν Ζηνὸς ἀστραπηφορεῖ, «ὁ στίχος ἐκ Βελλεροφόντου Εὐριπίδου, παρὰ τὸ ἀστραπαῖς ὑπηρετεῖν» (Σχόλ.) Ἀριστοφ. Εἰρ. 722.
Greek Monotonic
ἀστρᾰπηφορέω: μέλ. -ήσω, αυτός που φέρει αστραπές, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἀστραπηφόρος
to carry lightnings, Ar.