ἀταύρωτος
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
ἀταύρωτον, A.Ag.245, also η, ον Ar.Lys.217:—unwedded, maiden, A. l.c.; chaste, Ar. l.c., v. Scholl.ad locc., Poll.2.173.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -η Ar.Lys.217, 218]
virgen, casta A.A.245, Ar.ll.cc., Poll.2.173, Hsch., Sch.A.A.245.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. f.
dont le taureau n'a pas approché ; vierge.
Étymologie: ἀ, ταυρόω.
German (Pape)
eigtl. nicht vom Stier besprungen, dah. unverheiratet, jungfräulich; ἁγνά Aesch. Ag. 236; Ar. Lys. 217.
Russian (Dvoretsky)
ἀταύρωτος: и ἀταυρώτη adj. f девственная Aesch., Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀταύρωτος: -ον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 244, ὡσαύτως, -η, -ον, Ἀριστοφ. Λυσ. 217: - ἄγαμος, ἀνύπανδρος, παρθένος, Αἰσχύλ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Σχόλ., Πολυδ. Β΄, 173· - Παρὰ τῷ Αἰσχύλῳ ὁ Ἕρμαννος ἑρμηνεύει τὴν λέξιν, μὴ ἐξαγριωθεῖσα, πραεῖα καὶ ἥμερος (ἐκ τοῦ ταυρόομαι), πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 91. 190· ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει.
Greek Monolingual
ἀταύρωτος, -ον (Α) ταυρώ
(για κόρη) παρθένος.
Greek Monotonic
ἀταύρωτος: -ον (ταυρόομαι), ανύπαντρος, παρθένος, σε Αισχύλ.