ἀφιλοπλουτία
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ἡ, contempt for wealth, Plu.Comp.Lys.Sull. 3.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
indiferencia por las riquezas τεκμήριον τοῦτο ποιοῦμαι τῆς ἀφιλοπλουτίας τοῦ ἀνδρός Plu.Comp.Lys.Sull.3.
German (Pape)
[Seite 412] ἡ, Verachtung des Reichtums, Plut. Comp. Lys. c. Syll. 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mépris ou indifférence pour les richesses.
Étymologie: ἀ, φιλόπλουτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀφιλοπλουτία: ἡ презрение к богатству Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφῐλοπλουτία: ἡ, καταφρόνησις τοῦ πλούτου, Πλουτ. Σύγκρ. Λυσ. καὶ Σύλλα 3.
Greek Monolingual
ἀφιλοπλουτία, η (Α)
καταφρόνηση του πλούτου, αφιλοχρηματία.