ἀφόβητος
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
English (LSJ)
ἀφόβητον, without fear of, Δίκας S.OT885 (lyr.): abs., fearless, AP9.59 (Antip.).
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene miedo de c. gen. Δίκας ἀ. S.OT 885
•abs. intrépido Ἄρης AP 9.59 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 413] nicht erschreckt, ohne Furcht. τινός. vor etwas, Soph. O. R. 885.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans crainte de, gén..
Étymologie: ἀ, φοβέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀφόβητος:
1 не боящийся (τινος Soph.);
2 безбоязненный, неустрашимый (Ἄρης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφόβητος: -ον, ὁ μὴ φοβούμενός τι, δίκης Σοφ. Ο. Τ. 885. Ἀπολ., ἄφοβος Ἀνθ. Π. 9. 59.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀφόβητος, -ον) [[[φοβώ]] (-έω)]
αυτός που δεν φοβάται κάτι, ατρόμητος
νεοελλ.
αυτός που δεν φοβήθηκε.
Greek Monotonic
ἀφόβητος: -ον (φοβέομαι), αυτός που δεν φοβάται, δίκης, σε Σοφ.· απόλ., άφοβος, σε Ανθ.
Middle Liddell
[φοβέομαι]
without fear of, δίκης Soph.: absol. fearless, Anth.