ἀφόβητος

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφόβητος Medium diacritics: ἀφόβητος Low diacritics: αφόβητος Capitals: ΑΦΟΒΗΤΟΣ
Transliteration A: aphóbētos Transliteration B: aphobētos Transliteration C: afovitos Beta Code: a)fo/bhtos

English (LSJ)

ἀφόβητον, without fear of, Δίκας S.OT885 (lyr.): abs., fearless, AP9.59 (Antip.).

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene miedo de c. gen. Δίκας ἀ. S.OT 885
abs. intrépido Ἄρης AP 9.59 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 413] nicht erschreckt, ohne Furcht. τινός. vor etwas, Soph. O. R. 885.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans crainte de, gén..
Étymologie: , φοβέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀφόβητος:
1 не боящийся (τινος Soph.);
2 безбоязненный, неустрашимый (Ἄρης Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφόβητος: -ον, ὁ μὴ φοβούμενός τι, δίκης Σοφ. Ο. Τ. 885. Ἀπολ., ἄφοβος Ἀνθ. Π. 9. 59.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀφόβητος, -ον) [[[φοβώ]] (-έω)]
αυτός που δεν φοβάται κάτι, ατρόμητος
νεοελλ.
αυτός που δεν φοβήθηκε.

Greek Monotonic

ἀφόβητος: -ον (φοβέομαι), αυτός που δεν φοβάται, δίκης, σε Σοφ.· απόλ., άφοβος, σε Ανθ.

Middle Liddell

[φοβέομαι]
without fear of, δίκης Soph.: absol. fearless, Anth.