ἄκομος

From LSJ

ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκομος Medium diacritics: ἄκομος Low diacritics: άκομος Capitals: ΑΚΟΜΟΣ
Transliteration A: ákomos Transliteration B: akomos Transliteration C: akomos Beta Code: a)/komos

English (LSJ)

ἄκομον, (κόμη) without hair, bald, Luc.VH1.23; of trees, leafless, Poll.1.236.

Spanish (DGE)

-ον
calvo Luc.VH 1.23, c. ac. de rel. ἀ. τὴν κεφαλήν Poll.2.26
de árboles sin hojas Poll.1.236.

German (Pape)

[Seite 76] haarlos, neben φαλακρός Luc. Ver. hist. 1, 23; laublos, Poll.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans chevelure.
Étymologie: , κόμη.

Russian (Dvoretsky)

ἄκομος: безволосый Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκομος: -ον, (κόμη) ἄνευ κόμης, φαλακρός, Λουκ. περὶ Ἀλ. Ἱστ. 1. 23: ἐπὶ δένδρων, ἄνευ φύλλων, Πολυδ. 1. 236.

Greek Monolingual

ἄκομος, -ον (Α) κόμη
αυτός που δεν έχει κόμη, ο φαλακρός.

Greek Monotonic

ἄκομος: -ον (κόμη), ο χωρίς μαλλιά, φαλακρός, σε Λουκ.

Middle Liddell

κόμη
without hair, bald, Luc.