ἄκτητος

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκτητος Medium diacritics: ἄκτητος Low diacritics: άκτητος Capitals: ΑΚΤΗΤΟΣ
Transliteration A: áktētos Transliteration B: aktētos Transliteration C: aktitos Beta Code: a)/kthtos

English (LSJ)

ἄκτητον,
A not worth getting, Pl.Hp.Mi.374e.
II unobtainable, prob. in Phld.Herc.1251.4.

Spanish (DGE)

-ον
1 no deseable, no apetecible αἰσθήσεις Pl.Hp.Mi.374e.
2 que no puede ser conseguido τἀγαθόν Phld.Elect.4.6.

German (Pape)

[Seite 86] nicht zu erwerben, nach dessen Besitz man nicht streben muß, Plat. Hipp. min. 374 e.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
indigne d'être acquis ou possédé.
Étymologie: , κτάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄκτητος -ον [ἀ-, κτάομαι niet de moeite van het verwerven waard, niet wenselijk.

Russian (Dvoretsky)

ἄκτητος: не стоящий того, чтобы быть приобретенным, нежелательный Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκτητος: -ον, ἀνάξιος ἀποκτήσεως, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 374Ε.

Greek Monolingual

ἄκτητος, -ον (Α)
αυτός που δεν αξίζει να τον αποκτήσει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ + -κτητος < κτητὸς < κτῶμαι.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀκτησία.

Greek Monotonic

ἄκτητος: -ον (κτάομαι), αυτός που δεν αξίζει να αποκτηθεί, σε Πλάτ.

Middle Liddell

κτάομαι
not worth getting, Plat.