ἄνελπις
From LSJ
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ, without hope, σωτηρίας E.IT487.
Spanish (DGE)
-ῐδος
carente de esperanza ὅστις ... οἰκτίζεται σωτηρίας ἄνελπις E.IT 487.
German (Pape)
[Seite 222] ohne Hoffnung, σωτηρίας, auf Rettung, Eur. I. T. 486.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
sans espoir de, gén..
Étymologie: ἀ, ἐλπίς.
Russian (Dvoretsky)
ἄνελπῐς: ιδος adj. не имеющий надежды, отчаявшийся (σωτηρίας Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄνελπις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἄνευ ἐλπίδος, ὁ μηδεμίαν ἐλπίδα ἔχων, ἀπηλπισμένος, σωτηρίας ἄνελπις Εὐρ. Ι. Τ. 487.
Greek Monotonic
ἄνελπις: -ιδος, ὁ, ἡ, απελπισμένος, ανέλπιδος, σε Ευρ.