ἄνη
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ἡ, (ἄνω) fulfilment, A.Th.713, Call.Jov.90.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): ἄνα Alcm.1.83
cumplimiento, realización σιῶν γὰρ ἄνα Alcm.l.c., cf. A.Th.713, Call.Iou.90, Hsch.
German (Pape)
[Seite 228] ἡ, Vollendung, Erfüllung, Aesch. Spt. 695; Callim. Iov. 90.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
accomplissement.
Étymologie: cf. ἀνύτω.
Russian (Dvoretsky)
ἄνη: (ᾰ) ἡ Aesch. = ἄνυσις.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνη: ἡ, (ἄνω) τὸ ἀνύσιμον καὶ τελεσθῆναι δυνάμενον, λέγοιτ’ ἂν ὧν ἄνη τις Αἰσχύλ. Θ. 713, Καλλ. εἰς Δία 90. - «ἄνη· ἄνυσις καὶ πράξις» Ἡσύχ.
Greek Monotonic
ἄνη: ἡ (ἄνω), εκπλήρωση, ολοκλήρωση, τελείωση, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
[ἄνω]
fulfilment, Aesch.