ἄνη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, (ἄνω) fulfilment, A.Th.713, Call.Jov.90.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): ἄνα Alcm.1.83
cumplimiento, realización σιῶν γὰρ ἄνα Alcm.l.c., cf. A.Th.713, Call.Iou.90, Hsch.
German (Pape)
[Seite 228] ἡ, Vollendung, Erfüllung, Aesch. Spt. 695; Callim. Iov. 90.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
accomplissement.
Étymologie: cf. ἀνύτω.
Russian (Dvoretsky)
ἄνη: (ᾰ) ἡ Aesch. = ἄνυσις.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνη: ἡ, (ἄνω) τὸ ἀνύσιμον καὶ τελεσθῆναι δυνάμενον, λέγοιτ’ ἂν ὧν ἄνη τις Αἰσχύλ. Θ. 713, Καλλ. εἰς Δία 90. - «ἄνη· ἄνυσις καὶ πράξις» Ἡσύχ.
Greek Monotonic
ἄνη: ἡ (ἄνω), εκπλήρωση, ολοκλήρωση, τελείωση, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
[ἄνω]
fulfilment, Aesch.