ἄφημαι
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
sit apart: part. ἀφήμενος Il.15.106.
Spanish (DGE)
separarse aparte, lejos ὁ δ' ἀφήμενος οὐκ ἀλεγίζει Il.15.106.
German (Pape)
[Seite 409] (s ἧμαι), partic. ἀφήμενος, abgesondert sitzend, Il. 15, 106.
French (Bailly abrégé)
part. prés. ἀφήμενος;
être assis à l'écart.
Étymologie: ἀπό, ἧμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἄφημαι: сидеть отдельно, поодаль Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφημαι: κάθημαι χωριστά, μετοχ. ἀφήμενος, «ἄπωθεν καθήμενος» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Ο. 106.
English (Autenrieth)
only part., ἀφήμενος, sitting apart, Il. 15.106†.
Greek Monotonic
ἄφημαι: Παθ., κάθομαι χωριστά, μτχ. ἀφήμενος, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
to sit apart.