ἄψευστος
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
ἄψευστον, later form of ἀψευδής, Ph.Fr.51 H.; νόμος Plu. Art.28; unfeigned, πένθος AP7.638.6 (Crin.). Adv. ἀψεύστως PMag.Lond. 121.248.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no miente, que no engaña τὴν δὲ ἄψευστον καὶ ἀμιγῆ παρθένον Ph.Fr.51, de oráculos y afines θέσπισεν ἀψεύστων ... ἐκ τριπόδων de Apolo, Didyma 83.6 (III/IV d.C.), στόματα Nonn.D.29.65, θεοπροπίης ... ἀψεύστοιο Orph.L.715, cf. Orac.Sib.8.499.
2 inviolable τὸν ἄψευστον ψευσάμενος νόμον Plu.Art.28.
3 que no se equivoca, certero πένθος AP 7.638 (Crin.).
II adv. ἀψεύστως = sin mentir χρημάτισόν μοι ... δεῖνα ... ἀψεύστως PMag.7.248.
German (Pape)
[Seite 421] = ἀψευδής, Plut. Artax. 28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne ment pas.
Étymologie: ἀ, ψεύδω.
Greek Monotonic
ἄψευστος: -ον, = ἀψευδής, σε Πλούτ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄψευστος: Plut., Anth. = ἀψευδής 1, 2.