ἐγγείνωνται
English (LSJ)
3pl. aor. 1 subj. in causal sense (no pres. ἐγ-γείνομαι being found), μὴ μυῖαι εὐλὰς ἐγγείνωνται lest the flies breed maggots in [the wounds], Il.19.26.
German (Pape)
[Seite 700] perf. u. aor. zu ἐγγί γνομαι, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγείνωνται: ὑποτακτ. γ΄ πληθ. ἀορ. α΄ μετὰ σημασ. μεταβατ. (ἐνεστὼς ἐγ-γείνομαι δὲν ὑπάρχει), μὴ μυῖαι, καδδῦσαι κατὰ χαλκοτύπους ὠτειλάς, εὐλὰς ἐγγείνωνται, μήπως αἱ μυῖαι εἰσελθοῦσαι εἰς τὰ τραύματα γεννήσωσι σκώληκας, Ἰλ. Τ. 26.
Greek Monotonic
ἐγγείνωνται: γʹ πληθ. υποτ. αορ. αʹ με μτβ. σημασία (ο ενεστ. ἐγ-γείνομαι δεν παραδίδεται), μὴ μυῖαι εὐλὰς ἐγγείνωνται, μη τυχόν οι μύγες γεννήσουν, εκθρέψουν σκουλήκια μπαίνοντας μέσα (στα τραύματα), σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
[ἐγ-γείνωνται is 3rd pl. aor1 subj. in causal sense [no pres. ἐγ-γείνομαι is found.]
μὴ μυῖαι εὐλὰς ἐγγείνωνται lest the flies breed maggots in [the wounds], Il.