γείνομαι
English (LSJ)
(γέν-
A yομαι, cf. γί-γν-ομαι):
I as Pass., only pres. and impf., to be born, cf. γίγνομαι (which is a constant v.l. in Hom.), γεινομένῳ at one's birth, Il.20.128, 24.210, Od.4.208, cf. Hes.Th.82, Alc.Supp.14: impf. γεινόμεθ' Il.22.477, Hes.Sc.88.
II as Med., aor. 1 ἐγεινάμην (Aeol. 3sg. γέννατ' Alc.Supp.8.13), in causal sense, beget, ἐγείναο παῖδ' ἀΐδηλον Il.5.880, cf. S.Aj.1172, etc.; more freq. of the mother, bring forth, θεὰ δέ σε γείνατο μήτηρ Il.1.280, cf. 6.26, Od.6.25, etc.; οἱ γεινάμενοι the parents, Hdt.1.120, X.Ap.20; ὁ γεινάμενος the father, Ph.2.171; ἡ γειναμένη the mother, Hdt.4.10, 6.52, E.Tr.825 (lyr.); αἱ γ. women in childbed, Arist.HA582b15; μήτηρ ἥ μ' ἐγείνατο she who bare me, A.Eu.736, cf. Fr.175, Supp.581 (lyr.), S. OT1020; πατρὶς ἥ μ' ἐγείνατο E.Ph.996.
2 of Zeus, bring into life, οὐκ ἐλεαίρεις ἄνδρας, ἐπὴν δὴ γείνεαι αὐτός Od.20.202.
3 metaph., ἐγείνατο μόρον αὑτῷ A. Th.751 (lyr.).
III aor. 1, in later Poets, in pass. sense, = ἐγενόμην, Call.Cer.58. (sometimes written by itacism for γίνομαι, as IG22.786.7 (iii B. C.).)
Spanish (DGE)
I intr.
1 nacer ᾧ τε Κρονίων ὄλβον ἐπικλώσῃ γαμέοντι τε γεινομένῳ τε Od.4.208, ἐπιπλομένων ἐνιαυτῶν γεινόμεθα Hes.Sc.88, τῇσι δ' ἅμ' ἢ ἐλάται ἠὲ δρύες ... γεινομένῃσιν ἔφυσαν al tiempo que ellas (las Ninfas) vinieron al mundo nacieron los abetos y encinas, h.Ven.265, ἄνδρεσι τοὶς γεινομένοισιν Alc.39a.8
•c. gen. descender de ὅντινα ... γεινόμενον ... διοτρεφέων βασιλήων Hes.Th.82.
2 c. pred. convertirse χρύσεά τοι τότε πάντα θεμείλια γείνετο Call.Del.260, cf. γίγνομαι.
II tr. originar, fig. traer a la vida de Zeus οὐκ ἐλεαίρεις ἄνδρας, ἐπὴν δὴ γείνεαι αὐτός Od.20.202.
German (Pape)
[Seite 478] Nebenform von γίγνομαι; γιν = γεν mit Guna u. Umlaut, γαιν, γειν? Oder entstanden aus γενίομαι? Oder bloße Dehnung aus γε'νομαι? – Vgl. τείνω, τεν-. – 1) praes. u. imperf., geboren, gezeugtwerden, Hom. u. sp. D.; Iliad. 22, 477 γεινόμεθα, Bekker γιγνόμεθα, 10, 71 γεινομένοισιν, Bekker γιγνομένοισιν, 23, 79 γεινόμενον, Bekker γιγνόμενον, Iliad. 20, 128. 24, 210 Odyss. 4, 208. 7, 198 γεινομένῳ, Bekker γιγνομένῳ. Scholl. Aristonic. Iliad. 20, 125 ἕως τοῦ γεινομένῳ ἐπένησε (vs. 128) ἀθετοῦνται στίχοι τέσσαρες: hiernach las Aristarch Iliad. 20, 128 γεινομένῳ, wahrscheinlich also auch an den übrigen Stellen γεινόμεθα, γεινομένοισιν, γεινόμενον, γεινομένῳ, Sengebusch Aristonic. p. 13 sq. – 2) aorist. ἐγεινάμην, erzeugen, gebären, Hom. oft; z. B. Iliad. 5, 800 ἦ ὀλίγον οἷ παῖδα ἐοικότα γείνατο Τυδεύς; 1, 280 θεὰ δέ σε γείνατο μήτηρ; 7, 10 ὃν κορυνήτης γείνατ' Αρηίθοος καὶ Φυλομέδουσα βοῶπις; Odyss. 8, 312 ἀλλὰ τοκῆε δύω, τὼ μὴ γείνασθαι ὄφελλον; Odyss. 20, 202 Ζεῦ πάτερ, οὐκ ἐλεαίρεις ἄνδρας, ἐπὴν δὴ γείνεαι αὐτός, conjunct. zu ἐγεινάμην. nicht zu γεί. νομαι, statt γείνηαι. – Folgende: ἡ γειναμένη, die Mutter, Her. 4, 10; Xen. Mem. 1, 4, 7; Arist. H. A. 7, 2 die Kindbetterin; οἱ γεινόμενοι, die Eltern, Hes. Th. 1, 120. 122 u. Folgende; auch übertr. aufs Vaterland, Eur. Phoen. 1003. Vgl. übrigens γίγνομαι γειόθεν, = γῆθεν, Callim. frg. bei Schol. Ap. Rh. 2, 375.
French (Bailly abrégé)
I. Pass. (seul. prés. et impf.) c. γίγνομαι, être engendré, naître;
II. Moy. (seul. ao. ἐγεινάμην) :
1 engendrer, enfanter ; οἱ γεινάμενοι, les parents ; ἡ γειναμένη, la mère;
2 faire naître en parl. de Zeus.
Étymologie: p. *γένjομαι, de la R. Γεν ; cf. γίγνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γείνομαι [~ γίγμομαι] aor. ἐγεινάμην, Aeol. 3 sing. γέννατ’(ο)
1. intrans. geboren worden, alleen ptc. praes. γεινόμενος, als metr. variant van γενόμενος:. ὅντινα... γεινόμενον... ἴδωσι wie ze ook maar geboren zien worden Hes. Th. 82.
2. causat., met acc. geboren doen worden, voortbrengen, verwekken; van de vader:; αὐτὸς ἐγείναο παῖδ’ ἀίδηλον je hebt dat destructieve kind zelf verwekt Il. 5.880; meestal van de moeder:; θεὰ δέ σε γείνατο μήτηρ en een godin heeft je voortgebracht Il. 1.280; subst..; οἱ γεινάμενοι de ouders Hdt. 1.120; uitbr..; ἐγείνατο μόρον αὑτῷ hij bracht zijn eigen doodslot voort (nl. de zoon die hem zou doden) Aeschl. Sept. 751 (lyr.); overdr. van Zeus:. οὐκ ἐλεαίρεις ἄνδρας, ἐπὴν δὴ γείνεαι αὐτός je hebt geen medelijden met de mensen, waar je ze nota bene zelf hebt voortgebracht Od. 20.202.
Russian (Dvoretsky)
γείνομαι:
1 рождаться Hom., Hes.;
2 рождать, производить на свет (τινα Hom., Trag.): οἱ γεινάμενοι Her., Xen. родители; ἡ γειναμένη Her., Xen. мать, Arst. роженица.
Greek (Liddell-Scott)
γείνομαι: (ἐξ ἀχρήστου ἐνεργ. *γείνω, = γεννάω). Ι. ὡς παθ., ἐν χρήσει μόνον κατ᾿ ἐνεστ. καὶ παρατ., γεννῶμαι, ἀκριβῶς ὅπως τὸ γίγνομαι (ὅπερ ὁ Βεκκ. ἀναγιγνώσκει ἁπανταχοῦ ἀντὶ τοῦ γείνομαι), γεινομένῳ, κατὰ τὴν γέννησίν τινος, Ἰλ. Υ. 128, Ω. 210, Ὀδ. Δ. 208, πρβλ. Ἡσ. Θ. 82, Ἔργ. κ. Ἡμ. 821· παρατ. γεινόμεθ᾿ Ἰλ. Χ. 477, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 88. ΙΙ. ὡς μέσ., ἀόρ. α΄ ἐγεινάμην, ἐπὶ ἐνεργητ. σημασ. ὡς τὸ ἐγέννησα, ἐπὶ τοῦ πατρός, ἐγείναο παῖδ᾿ ἀΐδηλον Ἰλ. Ε. 880, κτλ., πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 751, Σοφ. Αἴ. 1172· συχνότερον ἐπὶ τῆς μητρός, θεὰ δέ σε γείνατο μήτηρ Ἰλ. Α. 280, πρβλ. Ζ. 26, Ὀδ. Ζ. 25, κτλ.· οἱ γεινάμενοι, οἱ γονεῖς, Ἡρόδ. 1. 120, Ξεν. Ἀπολ. 20· ἡ γειναμένη, ἡ μήτηρ, Ἡρόδ. 4. 10., 6. 52, Εὐρ. Τρῳ. 825· αἱ γειν., γυναῖκες, αἵτινες κατέστησαν μητέρες, γυναῖκες ἐν λοχείᾳ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 2, 4· οὕτως, ἥ μ᾿ ἐγείνατο, ἡ τεκοῦσά με, Αἰσχύλ. Εὐμ. 736, Ἀποσπ. 172, πρβλ. Ἱκέτ. 581, Σοφ. Ο. Τ. 1020· πατρίς, ἥ μ᾿ ἐγείνατο Εὐρ. Φοιν. 996. 2) ἐπὶ τοῦ Διός, ζωοποιῶ, οὐκ ἐλεαίρεις ἄνδρας, ἐπὴν δὴ γείνεαι (ἐπ. ἀντὶ γείνῃ) αὐτὸς Ὀδ. Υ. 202. 3) μεταφ., γ. μόρον αὐτῷ Αἰσχύλ. Θήβ. 751. ΙΙΙ. οὗτος ὁ ἀόρ. α΄ παρὰ μεταγ. ποιηταῖς εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασίας, ἀκριβῶς ὅπως τὸ ἐγενόμην, Καλλ. εἰς Δήμ. 58, Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 9.
English (Autenrieth)
(root γα), aor. ἐγεινάμην: pres. and ipf., be born; aor. causative, bear, beget, of both father and mother; ἐπὴν δὴ γείνεαι αὐτός, after thou hast thyself created them, Od. 20.202.
Greek Monolingual
γείνομαι (Α)
1. γεννιέμαι
2. (μέσ. με ενεργ. σημ.) γεννώ, φέρνω στον κόσμο (για πατέρα, μητέρα ή την πατρίδα) (α. οἱ γεινάμενοι
οι γονείς
β. ὁ γεινάμενος
ο πατέρας
γ. ἡ γειναμένη
η μητέρα
δ. «πατρίς ἥ μ' ἐγείνατο» — η πατρίδα που μέ γέννησε, Ευρ.)
3. (για τον Δία) φέρνω στον κόσμο, δημιουργώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. γείνομαι απαντά στον Όμηρο με τον τ. του μτβ. α' αορ. εγεινάμην (πιθ. < ε-γεν-σ-άμην), καθώς και με τους τ. γεινόμενος, γεινόμεθα, που ερμηνεύθηκαν είτε ως μετρική παρέκταση τών γενόμενος, γενόμεθα είτε αντί τών γι(γ)νόμενος, γι(γ)νόμεθα].
Greek Monotonic
γείνομαι: (από άχρηστο Ενεργ. *γείνω = γεννάω)
I. ως Παθ., μόνο στον ενεστ. και παρατ., γεννιέμαι, όπως το γίγνομαι· γεινομένῳ, κατά τη γέννηση κάποιου, σε Όμηρ.· αʹ πληθ. Επικ. παρατ. γεινόμεθα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. σύνηθες στον Μέσ. αόρ. αʹ ἐγεινάμην, Επικ. βʹ ενικ. γείνεαι (αντί γείνῃ),
1. λέγεται για τον πατέρα, γεννώ, δημιουργώ, στο ίδ., σε Τραγ.· επίσης, χρησιμοποιείται για τη μητέρα, γεννώ, παράγω καρπούς, σε Όμηρ.· ἡ γειναμένη, η μητέρα, σε Ηρόδ., Ευρ.· οἱ γεινάμενοι, οι γονείς, οι γεννήτορες, σε Ηρόδ., Ξεν.
2. λέγεται για το Δία, ζωοποιώ, δίνω ζωή στους ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
[from an obsol. act. *γείνω = γεννάω
I. as Pass., only in pres. and imperf., to be born, like γίγνομαι, γεινομένωι at one's birth, Hom.; 1st pl. epic imperf. γεινόμεθα Il.
II. Causal in aor1 mid., of the father, to beget, Il., Trag.; of the mother, to bring forth, Hom.; ἡ γειναμένη the mother, Hdt., Eur.; and οἱ γεινάμενοι the parents, Hdt., Xen.
2. of Zeus, to bring men into being, Od.