ἐγγλύσσω
From LSJ
English (LSJ)
to have a sweet taste, Hdt.2.92.
Spanish (DGE)
tener sabor dulce ἡ ῥίζα τοῦ λωτοῦ Hdt.2.92.
German (Pape)
[Seite 701] süßlich sein, Her. 2, 92.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
avoir une saveur doucereuse.
Étymologie: ἐν, γλυκύς.
Russian (Dvoretsky)
ἐγγλύσσω: γλυκύς быть сладковатым на вкус (ἡ ρίζα τοῦ λωτοῦ ἐγγλύσσει Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγλύσσω: ἔχω γλυκεῖαν γεῦσιν, Ἡρόδ. 2. 92.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἐγγλύσσω: μόνο στον ενεστ. (γλυκύς), έχω γλυκειά γεύση, σε Ηρόδ.