ἐγκαθυβρίζω
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
riot or revel in, τρυφαῖς E.Tr. 997.
Spanish (DGE)
ensoberbecerse, insolentarse ταῖς σαῖς ... τρυφαῖς E.Tr.997.
German (Pape)
[Seite 704] τρυφαῖς, schwelgen in, Eur. Tr. 997.
French (Bailly abrégé)
se livrer impudemment à, τινι.
Étymologie: ἐν, καθυβρίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαθυβρίζω: неумеренно предаваться, утопать (ταῖς τρυφαῖς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαθυβρίζω: ἀκολασταίνω ἔν τινι, τρυφαῖς Εὐρ. Τρῳ. 957.
Greek Monolingual
ἐγκαθυβρίζω (Α)
φέρομαι αδιάντροπα.
Greek Monotonic
ἐγκαθυβρίζω: μέλ. -σω, οχλαγωγώ, στασιάζω, διάγω βίο έκλυτο, ξεφαντώνω, σε Ευρ.