ἐγκατέχω

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκατέχω Medium diacritics: ἐγκατέχω Low diacritics: εγκατέχω Capitals: ΕΓΚΑΤΕΧΩ
Transliteration A: enkatéchō Transliteration B: enkatechō Transliteration C: egkatecho Beta Code: e)gkate/xw

English (LSJ)

A contain within, σῶμα κόρης.. τύμβος ὅδ' ἐ. IG12(8).609.2; retain, Sor.1.46, Ruf. ap. Orib.8.24.8:—Pass., to be contained, Plu.2.691f; esp. to be confined in a temple, UPZ6.8 (ii B.C.).
II Pass., to be owned or be possessed, PFlor.97.3 (ii A.D.).

Spanish (DGE)

• Grafía: pap. graf. ἐνκ-
I en v. act.
1 retener en el interior, contener, guardar dentro esp. medic. ὁ στόμαχος ... ἐγκατέχει τὴν τροφήν Sor.1.16.67, cf. EM 310.7G., τὸ ἔριον ... ἐγκατέχει δὲ τῇ εὐρυχωρίᾳ τὸ ἀποκριθέν Sor.3.12.51, en v. pas. ἐκβάλλει ... τὰ ἐγκατεχόμενα δεύτερα expulsa las secundinas retenidas Gal.14.165, cf. Sor.4.14, Paul.Aeg.6.75.1, ἐφ' ὧν οὐκ ἐκ μακροῦ χρόνου ἐγκατέχεται τὰ κόπρια Ruf. en Orib.8.24.8, πεσσὸς ... ἐν ᾧ ἐγκατέχεται τὰ φάρμακα Paul.Aeg.3.61.4, en cont. no medic. τὸ ψυχρὸν ἐγκατέχεται περιστεγόμενον τῷ ἱματίῳ el frío (de la nieve) se conserva retenido por el manto Plu.2.691f, cf. Basil.Hex.8.4
retener, recluir en v. pas. τὸ Ἀσταρτιεῖον, οὗ ... ἐνκατέχομαι UPZ 6.8 (II a.C.), ψυχὴν ... μηδεμίαν ἀνάγκην ἔχειν ἐκ φύσεως τόποις τισὶν ἐγκατέχεσθαι Gr.Nyss.M.46.69B
fig., en v. pas. ser sujetado, paralizado ὥσπερ ἐγκατεχομένην ἔσχε τὴν γλῶσσαν Sch.Ar.V.947b.
2 poseer en v. pas. ὑποδοχεῖον, ὅ φησιν ἐγκατεσχῆσθαι ὑπ' αὐτοῦ PFlor.97.3 (II d.C.).
3 jur. obligar, en v. pas. ser sometido a una carga τέσσαρσι χρείαις ἐγκατασχεθήσεται παρὰ τοὺς νόμους será obligado a cuatro tutelas en contra de las leyes, Dig.27.1.4.
II en v. med. confinarse en, concentrarse op. ‘disiparse’ τῶν τῆς ψυχῆς μερῶν ... παρεσπαρμένων ἐγκατεχομένων ἢ διαφορουμένων Epicur.Ep.[2] 66.10.

German (Pape)

[Seite 706] (s. ἔχω), darin festhalten; zurück-, abhalten, Plut. Symp. 6, 6, 2 im pass.

French (Bailly abrégé)

retenir dans, tenir enfermé dans, τινι.
Étymologie: ἐν, κατέχω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκατέχω: сдерживать, задерживать (τὸ ψυχρὸν ἐγκατέχεται τῷ ἱματίῳ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατέχω: περιέχω ἐντός, περικλείω, σῶμα κόρης... τύμβος ὅδ’ ἐγκ. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 324. 2. ― Παθ., ἐμπεριέχομαι, περικλείομαι, Πλούτ. 2. 691F.

Greek Monolingual

ἐγκατέχω (Α)
περικλείω μέσα μου.