ἐκμέλεια
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, (ἐκμελής)
A false note, D.H.Comp.II: metaph., Corn. ND32.
II carelessness, Zos.1.23,al.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 discordancia, nota falsa op. ἐμμέλεια Thphr.Fr.89.12, 13, ἐκμέλειαν ηὔλησε D.H.Comp.11.8, ref. la armonía cósmica, Corn.ND 32.
2 despreocupación, descuido de la situación política, Zos.1.23.
German (Pape)
[Seite 769] ἡ, das Verfehlen des Tons, Dissonanz, D. Hal. C. V. p. 122; übh. = Nachlässigkeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμέλεια: ἡ, (ἐκμελὴς) παραφωνία, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 11· ἀντιτίθεται τῷ ἐμμέλεια. ΙΙ. ἀμέλεια, Ζώσιμ. 1. 23, 1.
Greek Monolingual
ἐκμέλεια, η (Α)
1. παραφωνία, κακοφωνία
2. αρρυθμία, δυσαρμονία
3. αδιαφορία, αμέλεια.