ἐκμαρτυρέω

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμαρτῠρέω Medium diacritics: ἐκμαρτυρέω Low diacritics: εκμαρτυρέω Capitals: ΕΚΜΑΡΤΥΡΕΩ
Transliteration A: ekmartyréō Transliteration B: ekmartyreō Transliteration C: ekmartyreo Beta Code: e)kmarture/w

English (LSJ)

A to bear witness to a thing, c. acc., φόνον A.Eu.461; ἐκμαρτύρησον..τό μ' εἰδέναι Id.Ag.1196; εἰς πολλούς before many persons, Aeschin.1.107:—Pass., Str.12.8.6.
II make depositions out of court, Is.3.21, Test. ap. D.35.20, Aeschin.2.19.

Spanish (DGE)

(ἐκμαρτῠρέω)
• Grafía: frec. graf. en inscr. ἐγμ-
I c. suj. de pers.
1 testificar, dar testimonio de, declarar ἐκμαρτύρησον προυμόσας τὸ μ' εἰδέναι ... παλαιὰς τῶνδ' ἁμαρτίας δόμων declara bajo juramento que yo conocía los antiguos crímenes de esta casa A.A.1196, πᾶσιν ... ἔργα LXX 2Ma.3.36
c. ἐπί y dat. declarar ante ἐκμαρτυρῆσαι ἐπὶ τοῖς δικάζοσιν ὀμνύντα IEphesos 1678B.1
c. or. complet., en v. pas. ser atestiguado ὅτι ... ἤδη ὑφ' Ἑλλήνων ᾠκοῦντο (νῆσοι) καὶ ὑφ' Ὁμήρου σαφῶς ἐκμαρτυρεῖται Str.12.8.6.
2 gener. en cont. jur. dar testimonio por escrito, hacer o presentar declaración escrita no presencial, op. μαρτυρέωdeclarar oralmente en persona’, en uso abs., Is.3.21, D.46.7
a alguien o ante alguien, c. giro prep. πρὸς τούσδε Test. en D.35.20, ἐπὶ τῶν προστατᾶν TC 79A.48 (III a.C.), γράφων καὶ πρὸς Νικομήδην ... ὑπὲρ τῆς εὐνοίας τῶν πολιτῶν ἐγμαρτυρῶν FAmyzon 15.12 (III a.C.), en v. pas. τὰς μαρτυ[ρί] ας τὰς ἐγμαρτυρηθείσας ἐπ' αὐτῶν ἐπισαμαινέσθω τᾶι δημοσί[αι σφρα] γίδι TC 79A.53, cf. 59 (III a.C.)
a favor de alguien, c. dat. τὰς πόλεις ἐκμαρτυρούσας αὐτῷ διά τε ψηφισμάτων καὶ δημοσίων ἐπιστολῶν IPerge 12.15 (heleníst.).
3 en v. med., fact. hacer declarar, obtener declaración de πρὸς τοὺς ἐπιτυχόντας δύο ἐκμαρτυρησάμενος μαρτυρίαν ταύτην obteniendo tal declaración de los dos testigos que acertó a encontrar Is.3.25.
4 en pap., jur. ratificar, legalizar un contrato privado ante notario, en v. pas. χειρόγραφον τὸ καὶ ἐκμεμαρτυρημένον διὰ δημοσίας ὁμολογίας BGU 619.16, cf. POxy.95.8 (ambos II d.C.), (πρᾶσις) ἧς ἐκμαρτυρηθείσης ὑπ' ἐμοῦ διὰ τοῦ ... μνημονίου POxy.1199.19, cf. 1208.4, 1562.3, 1649.24 (todos III d.C.).
II c. suj. de cosa o abstr. ser prueba de, testimoniar, atestiguar ἃ (ἀγρεύματα) ἐξεμαρτύρει φόνον A.Eu.461, ταὐτὸ τοῦτο ἐκμαρτυρεῖ Str.1.2.6, cf. Plu.2.696e, abs. παρέστηκεν ἵππος ἐκμαρτυρῶν allí al lado está erigido un caballo que lo prueba Arist.Ath.7.4.

German (Pape)

[Seite 768] bezeugen; ἐκμαρτύρησον προὐμόσας τό μ' εἰδέναι Aesch. Ag. 1169; als Zeuge aussagen, u. zwar ἅπερ ἤκουσε, οὐχ ἅπερ εἶδέ τις, B. A. 188; öfter bei den Rednern, εἰς πολλούς, vor Vielen, Aesch. 1, 107. Auch = abwesend sein Zeugniß abgeben, Dem. 35, 20 Is. 3, 21. – Med. ἐκμαρτυρησάμενος Is. 3, 24.

French (Bailly abrégé)

ἐκμαρτυρῶ :
1 attester publiquement, acc.;
2 attester par écrit.
Étymologie: ἐκ, μαρτυρέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμαρτῠρέω:
1 подтверждать свидетельским показанием (τι Aesch.; med. Isae.): ἐ. εἰς πολλούς Aeschin. свидетельствовать публично;
2 свидетельствовать заочно Aeschin., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμαρτῠρέω: δίδω μαρτυρίαν, μαρτυρῷ, μετ’ αἰτιατ., φόνον Αἰσχύλ. Εὐμ. 461· ἐκμαρτύρησον προυμόσας τὸ μὴ εἰδέναι ὁ αὐτ. Ἀγ. 1196· εἰς πολλούς, ἐνώπιον πολλῶν, Αἰσχίν. 15. 19. - Παθ., Στράβ. 573. ΙΙ. κάμνω καταθέσεις ἔξω τοῦ δικαστηρίου, ἤτοι ἀπών, χωρὶς νὰ προσέλθω εἰς τὸ δικαστήριον, Ἰσαῖος 40. 8· πρβλ. μαρτυρίαν παρὰ Δημ. 927. 24.

Greek Monotonic

ἐκμαρτῠρέω: μέλ. -ήσω, βεβαιώνω με τη μαρτυρία μου, με αιτ., σε Αισχύλ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to bear witness to a thing, c. acc., Aesch.