ἐκτόθεν
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
German (Pape)
[Seite 781] hierauf, sodann, Ap. Rh. 4, 520; häufiger ἐκ δὲ τόθεν, wie 2, 531. 4, 627.
Greek Monolingual
ἔκτοθεν (Α)
επίρρ. αντί ἔξωθεν
1. από το έξω μέρος, έξω, εκτός («ἔκτοθεν ἄλλων μνηστήρων» — έξω από τον κύκλο τών άλλων μνηστήρων, Οδύσ.)
2. από («πύργων δ' ἔκτοθεν βαλών», Αισχ. Επτά)
3. (απολ.) έξω, απέξω («τήνδε δ' ἔκτοθεν βοᾱν ἔα», Σοφ. Ηλ.)
4. χωρίς τη συντροφιά κάποιου.