ἐλευθερικός
English (LSJ)
ἐλευθερική, ἐλευθερικόν, free, πολιτεία Pl.Lg.701e (Sup.); τὸ ἐλευθερικὸν καὶ ἀνελεύθερον ib.919e.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de un régimen polít. liberal, que permite las libertades op. δεσποτικός: πολιτεία Pl.Lg.701e.
2 de abstr. ref. pers. propio de una condición libre περὶ ἐλευθερικῶν καὶ δουλικῶν γενέσεων Vett.Val.100.25, γένος PMasp.97ue.C.40 (VI d.C.), ἐλευθερικὰ κατέχειν δίκαια tener justo derecho a lo que es propio de un hombre libre, Vit.Aesop.W.90
•subst. τὸ ἐ. lo propio de la persona libre τὸ δ' ἐλευθερικὸν καὶ ἀνελεύθερον ... οὐ ῥᾴδιον νομοθετεῖν Pl.Lg.919e
•en tumbas lugar para personas libres op. παιδαρικόν ITyr 45, 46 (ambas crist.).
3 aceptado libremente ὁ ἐ. ... δεσμός dicho de la figura de Cristo, Meth.Sym.et Ann.M.18.368C, sup. ἐλευθερικωτάτη ... θεραπεία Clem.Al.Strom.7.7.42.
II econ.
1 de tierras y bienes que es propiedad de ἐλεύθεροι, libre, privado πέντε μὲν μυριάδας ἔχει ζυγῶν ἐλευθερικῶν Thdt.Ep.Sirm.42 (p.110), χωρία Tib.II Nou.97
•subst. τὸ ἐ. op. τὸ ταμειακόν Iust.Nou.30.1, cf. IHadrianopolis 10.14 (VI d.C.).
2 propio de la manumisión, de manumisión τέλος SEG 37.450.23 (Demetríade II/III d.C.).
German (Pape)
[Seite 795] den Freien eigen, frei, Gegensatz ἀνελεύθερος; Plat. Legg. XI, 919 e; πολιτεία ἐλευθερικωτάτη, im Gegensatz der δεσποτικωτάτη, III, 701 e.
Russian (Dvoretsky)
ἐλευθερικός: пользующийся благами свободы, свободный (πολιτεία Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλευθερικός: -ή, -όν, ἐλεύθερος, πολιτεία Πλάτ. Νόμ. 701Ε· τὸ ἐλευθερικὸν καὶ τὸ ἀνελεύθερον αὐτόθι 919Ε.
Greek Monolingual
ἐλευθερικός, -ή, -όν (AM)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το ελευθερικόν (ενν. χωριό)
χωριό που κατοικούσαν στα βυζαντινά χρόνια ελεύθεροι μικροϊδιοκτήτες-
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ελεύθερους.