ἐναποτίθεμαι
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
lay aside or store up in, Id.Nat.Fac.3.12; ἐναποθέσθαι τὰ ξίφη εἰς τοὺς κολεούς D.C.73.10; τὸ γεγονὸς τῇ διανοίᾳ Ph.2.42; deposit, Gal.Nat. Fac.3.7; κηλῖδας τῇ ψυχῇ Jul.Or.1.15d; include, τι τοῖς γράμμασι Procop.Gaz.p.169B.; but ἐναποτίθεσθαι τὴν ὀργὴν εἴς τι vent one's anger upon... D.S.26.16; produce in, ψῦξιν τῷ σπλάγχνῳ Alex.Trall. 10:—Pass., Phld.Herc.862.14.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. opt. 3.a sg. ἐναπόθοιτο Iul.Or.1.15d]
1 poner dentro, depositar, almacenar en c. dat. loc. τὴν ἐπιρροὴν ... ἐναπέθετο τῇσι κοτύλῃσι τῶν ἰσχίων Hp.Gland.14, τῷ ... φορτίῳ τὸν σκύφον I.AI 2.126, (ζῷα) ... ταῖς σκηναῖς Ph.2.357, ἐν ᾧ (ὕδατι) τὸν χυλὸν ἐναπέθετο Gal.11.575, κόλποις ... τὰ θεῖα χαρίσματα Meth.Palm.M.18.392D, en v. pas. ὕδωρ ... τοῖς ἀγγεῖοις Ctes.37, c. rég. prep. ἡ ... γαστήρ, ἐπειδὰν ... τὸ χρηστότατον αὐτῶν (τῶν σιτίων) εἰς τοὺς ἑαυτῆς χιτῶνας ἐναπόθηται Gal.2.183, cf. 161, τὰ ξίφη ἐς τοὺς κουλεούς D.C.73.10.1
•fig. τὸ γεγονὸς ἐναποθέσθαι τῇ διανοίᾳ Ph.2.42, ἂν κηλῖδας ἐναπόθοιτο τῇ ψυχῇ Iul.l.c., οὐ προσήκειν τὴν ὀργὴν εἰς ἀναίσθητον σῶμα ἐναποτίθεσθαι no conviene desfogar la ira en un cuerpo inanimado D.S.26.fr.23, Θεοῦ ... τοῦ τὴν δύναμιν ταύτην ἐναποθεμένου τοῖς γενομένοις Gr.Nyss.Hex.M.44.76C.
2 producir en c. dat. (τὰ καροῦντα φάρμακα) ἐναποτίθεται ... ψύξιν τῷ τοῦ κάμνοντος σώματι (los somníferos) provocan en el cuerpo del enfermo sensación de frío Gal.10.818, cf. Alex.Trall.2.447.13, ἡ τῆς σαρκὸς τροφὴ ... δύναμίν τινα ζωτικὴν ἐναποτίθεται οἷς ἄν ἐγγένηται Gr.Nyss.Infant.79.10.
3 ref. palabras o escritos incluir en c. dat. ἃ δὴ ... συμβολικῶς τοῖς ἔπεσιν ἐναπέθετο Hld.3.13.3, (μέρος) ὀκτὼ βιβλίοις ... ἐναπεθέμεθα Iust.Const.δέδωκεν 5.
Greek Monolingual
ἐναποτίθεμαι (AM)
μσν.
1. περικλείω, περιλαμβάνω
2. παραδίδω στον θάνατο
αρχ.
1. τοποθετώ μέσα σε κάτι, αποθέτω, βάζω στη θέση του
2. προξενώ
3. φρ. «ἐναποτίθεμαι τὴν ὀργήν» — ξεθυμαίνω (Διόδ. Σικ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐναποτίθεμαι: досл. откладывать, перен. вымещать (τὴν ὀργὴν εἴς τι Diod.).