ἐνεχυρασμός

From LSJ

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεχῠρασμός Medium diacritics: ἐνεχυρασμός Low diacritics: ενεχυρασμός Capitals: ΕΝΕΧΥΡΑΣΜΟΣ
Transliteration A: enechyrasmós Transliteration B: enechyrasmos Transliteration C: enechyrasmos Beta Code: e)nexurasmo/s

English (LSJ)

ὁ, = ἐνεχυρασία, LXX Ez.18.7, Plu.Cor.5 (pl.).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 toma de garantías, embargo cautelar de bienes PEnteux.87ue.3 (III a.C.), ὠνὴ ἐξ ἐνεχυρασμοῦ IG 12.Suppl.347.3.6 (II d.C.), πάντων ἀφῃροῦντο ... ἐνεχυρασμοῖς καὶ πράσεσι Plu.Cor.5.
2 prenda, bien entregado como garantía ἐνεχυρασμὸν ἐνεχυράζειν LXX Ez.18.12, cf. 16.

German (Pape)

[Seite 840] ὁ, = ἐνεχυρασία, Plut. Coriol. 5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de prendre un gage, un nantissement.
Étymologie: ἐνεχυράζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνεχῠρασμός: ὁ Plut. = ἐνεχυρασία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεχῠρασμός: ὁ, = ἐνεχυρασία, Πλουτ. Κοριολ. 5.

Greek Monolingual

ἐνεχυρασμός, ο (Α) ενεχυράζω
1. λήψη ενεχύρου για εξασφάλιση χρέους, ενεχυρασία
2. συνεκδ. το αντικείμενο που δίνεται για ενέχυρο.

Greek Monotonic

ἐνεχῠρασμός: ὁ, = ἐνεχυρασία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐνεχῠρασμός, ὁ, = ἐνεχυρασία, Plut.] [from ἐνέχῠρον]