ἐννόημα
German (Pape)
[Seite 847] τό, der Gedanke, die Betrachtung; D. Hal.; im Gegensatz von ὄνομα, id.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
réflexion, pensée.
Étymologie: ἐννοέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐννόημα: ατος τό мышление, тж. мысль, дума Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννόημα: τό, = ἔννοια Ι. 2, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 1, 5, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 idea, pensamiento ὁράματα, ἀκούσματα, ἐννοήματα Hp.Hum.5, τῆς ἐμπειρίας ἐννοήματα pensamientos surgidos de la experiencia Arist.Metaph.981a6, cf. D.H.Comp.25.34, Rh.2.9, 4.1, ὁ φυλάσσων νόμον κατακρατεῖ τοῦ ἐννοήματος αὐτοῦ el que guarda la ley domina su pensamiento LXX Si.21.11, πᾶν ἐ. σαφές ἐστι θεῷ todo pensamiento es diáfano para dios Aristeas 189, ἐ. ἐκ τοῦ πράγματος idea derivada de la cosa Plot.6.6.12.
2 concepto como imagen mental, noción en fil. ἀνάγκη γὰρ τὸ πρῶτον ἐ. καθ' ἕκαστον φθόγγον βλέπεσθαι Epicur.Ep.[2] 38, esp. en fil. estoica y seguidores ἐ. δέ ἐστι φάντασμα διανοίας Zeno Stoic.1.19, cf. Diog.Bab.Stoic.3.214, Chrysipp.Stoic.2.28, εἰ μὲν ἐννοήματα εἶναι τὰ γένη καὶ τὰ εἴδη λέγουσιν S.E.P.2.219, cf. Phld.Ir.43.5, Placit.4.11.4, 5, Longin.15.1, ἡ ψυχὴ ... τοῖς ὑπὸ τῶν λόγων κινουμένοις ἐννοήμασιν ἑκάστοτε συσχηματίζεται el alma se configura en cada ocasión conforme a los conceptos inducidos por las palabras Aristid.Quint.68.19, οὐκ εἶδος, οὐ γένος, οὐκ ἰδέαν, οὐκ ἐ., οὐκ εἰδώς que no conoce ni la especie, ni el género, ni la idea, ni el concepto Ph.1.627, cf. Procl.in Prm.814, de la idea de Dios en la creación καὶ τὸ ἐ. ἔργον ἦν Gr.Naz.M.36.629A.
Greek Monolingual
ἐννόημα, το (AM) εννοώ
το αποτέλεσμα του εννοώ, αντίληψη, μάθηση
μσν.
1. σκέψη, διανόημα
2. αίσθημα