ἐξωτάτω
From LSJ
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
English (LSJ)
Adv., Sup. of ἔξω, outermost, Pl.Phd. 112e, Arist.Cael. 279a20, Ph.2.331, etc.:—later, Adj. ἐξώτατος, LXX 3 Ki.6.30; τὸ ἐ. Ph.1.95.
German (Pape)
[Seite 891] adv., superlat. zu ἔξω, Plat. Phaed. 112 d u. Folgde; das adj. ἐξώτατος LXX.
French (Bailly abrégé)
v. ἔξω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξωτάτω: adv. superl. к ἔξω II: ὁ ἐ. Plat., Arst. наиболее удаленный (от центра), самый крайний, находящийся снаружи, внешний.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξωτάτω: Ἐπίρρ. ὑπερθ. τοῦ ἔξω, τὸ ἐξωτάτω ῥέον Πλάτ. Φαῖδ. 112Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4.
Greek Monotonic
ἐξωτάτω: επίρρ., υπερθ. του ἔξω, πάρα πολύ έξω, πολύ απομακρυσμένα, όσο πιο μακριά, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[Sup. of ἔξω]
outermost, Plat.