ἐπίπωμα
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
-ατος, τό, cover, Heliod.(?)ap.Orib.49.4.39, Gal.4.636.
German (Pape)
[Seite 974] τό, der Deckel, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπωμα: τό, σκέπασμα, τὸ ἐπίπωμα τὸ λεγόμενον ἐπίπηγμα Ὀρειβάσ. σ. 125 ἔκδ. Mai, Γαλην. τ. 4. σ. 636. 1, τ. 18, μέρος 1, σ. 40. 6.
Greek Monolingual
το (Α ἐπίπωμα)
πώμα, σκέπασμα, καπάκι, βούλλωμα
νεοελλ.
ανατ. α) «επίπωμα αμαρικό» — υμένας που παχύνθηκε και αποφράζει την αμάρα
β) «επίπωμα λιπώδες» — φράγμα από λιπώδη ιστό που σχηματίζεται στον βουβωνικό πόρο παχύσαρκων γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπωμάζω, υποχωρητικώς].