ἐπαγανακτέω
From LSJ
English (LSJ)
to be indignant, abs., J.BJ2.13.3, Plu.Alc.14, Ages. 19.
German (Pape)
[Seite 892] darüber unwillig werden, zürnen, Plut. Alc. 14 Agesil. 19 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ἐπαγανακτῶ :
s'indigner de, s'irriter de, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀγανακτέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰγᾰνακτέω: негодовать, досадовать, сердиться (τινι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰγᾰνακτέω: ἀγανακτῶ κατά τινος ἢ διά τι, Πλουτ. Ἀλκ. 14. Ἀγησ. 19, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 13, 3, κλ.
Greek Monotonic
ἐπᾰγᾰνακτέω: μέλ. -ήσω, αγανακτώ, θυμώνω εναντίον κάποιου, σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to be indignant at, Plut.