ἐπαναμιμνήσκω
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
German (Pape)
[Seite 900] (s. μιμνήσκω), wieder erinnern, τινά, Plat. Legg. III, 688 a; Dem. 6, 35.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναμιμνήσκω: μέλλ. -μνήσω, ἀναμιμνήσκω, ὑπενθυμίζω πάλιν, φέρω τι εἰς τὸν νοῦν τινος πάλιν, αὐτός τε ἐμνήσθην καὶ ὑμᾶς ἐπαναμιμνήσκω Πλάτ. Νόμοι 688Α, Δημ. 74. 9· ἀπολ., Ἀριστ. π. Μνήμ. 1, 19.
English (Strong)
from ἐπί and ἀναμιμνήσκω; to remind of: put in mind.
Greek Monolingual
ἐπαναμιμνήσκω (Α)
υπενθυμίζω ξανά.
Greek Monotonic
ἐπαναμιμνήσκω: μέλ. -αναμνήσω, υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι, τινά τι, σε Πλάτ.
Middle Liddell
fut. -αναμνήσω
to remind one of, τινά τι Plat.