ἐπαφαυαίνομαι

From LSJ

ὦ φίλον ὕπνου θέλγητρον, ἐπίκουρον νόσου → o dearest charm of sleep, ally against sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαφαυαίνομαι Medium diacritics: ἐπαφαυαίνομαι Low diacritics: επαφαυαίνομαι Capitals: ΕΠΑΦΑΥΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: epaphauaínomai Transliteration B: epaphauainomai Transliteration C: epafavainomai Beta Code: e)pafauai/nomai

English (LSJ)

Pass., to be withered: hence ἐπαφαυάνθην γελῶν I was quite spent with laughing, Ar.Ra.1089 (anap.).

German (Pape)

[Seite 907] pass., darüber austrocknen, ἐπαφαυάνθην γελῶν, gleichsam »ich kam vor Lachen »um«, Ar. Ran. 1089, v.l. ἀπαφ., Schol. erkl. ἐξηράνθην.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαφαυαίνομαι: засыхать, сохнуть: ἐπαφαυάνθην γελῶν Arph. я (чуть не) умер со смеху.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαφαυαίνομαι: ξηραίνομαι, ὥστ’ ἐπαφαυάνθην Παναθηναίοισι γελῶν, «σκοτώθηκα ἀπὸ τὰ γέλοια», Ἀριστοφ. Βάτρ. 1089.

Greek Monolingual

ἐπαφαυαίνομαι (Α)
καταξηραίνομαι, στεγνώνωὥστε γ' ἐπαφαυάνθην Παναθηναίοισι γελῶν» — ξεράθηκα στα γέλια, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αφαυαίνομαι (παράλληλος τ. του αφαύω) «ξηραίνομαι»].

Greek Monotonic

ἐπαφαυαίνομαι: Παθ., ξεραίνομαι, ἐπαφαυάνθην γελῶν, εξαντλήθηκα από τα γέλια, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Pass. to be withered, ἐπαφαυάνθην γελῶν I was quite spent with laughing, Ar.