ἐπικαίνυμαι
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
A surpass, excel (v. καίνυμαι), πάντας ἐπ' ἀνθρώπους ἐκέκαστο ὄλβῳ τε πλούτῳ τε Il.24.535.
II. Pass., to be adorned or furnished with, ἐπὶ φρεσὶ πευκαλίμῃσι κέκασται 20.35 (unless in signf.1); οἷς ἐπικαίνυται ἵππος (cj. for ἐπικίνυται) Q.S.12.145.
German (Pape)
[Seite 945] (s. καίνυμαι), sich auszeichnen vor, Ἑλένην κάλλεϊ Tzetz. A. H. 285, wo Iac. ἀπεκαίνυτο vermuthet.
Greek Monolingual
ἐπικαίνυμαι (AM)
(αμτβ.) υπερβαίνω, υπερτερώ
αρχ.
παθ. στολίζομαι ή είμαι εφοδιασμένος με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καίνυμαι «υπερέχω, νικώ, είμαι στολισμένος»].
Greek Monotonic
ἐπικαίνυμαι: παρακ. -κέκασμαι·
I. αποθ., υπερβαίνω, υπερτερώ, υπερέχω, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.
II. ως Παθ., στολίζομαι ή κοσμούμαι με κάτι, με δοτ., στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαίνῠμαι: (pf. ἐπικέκασμαί - только in tmesi) отличаться, выделяться, превосходить (πάντας ἀνθρώπους ὄλβῳ Hom.): ὅς ἐπὶ φρεσὶ πευκαλίμῃσι κέκασται Hom. одаренный глубоким разумом.
Middle Liddell
perf. -κέκασμαι
I. Dep. to surpass, excel, c. acc., Il.
II. as Pass. to be adorned or furnished with a thing, c. dat., Il.