ἐπιτροπευτικός
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
English (LSJ)
ἐπιτροπευτική, ἐπιτροπευτικόν, fitted for the office of steward, X.Oec.12.3.
German (Pape)
[Seite 996] ή, όν, zur Aufsicht, Verwaltung geschickt, Xen. Oec. 12, 3.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à exercer une tutelle, habile intendant.
Étymologie: ἐπιτροπεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτροπευτικός: умеющий управлять, могущий быть доверенным лицом (ἀνήρ Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτροπευτικός: -ή, -όν, κατάλληλος διὰ τὸ ὑπούργημα τοῦ ἐπιτρόπου, δηλ. ἐπιστάτου, Ξεν. Οἰκ. 12. 3.
Greek Monolingual
ἐπιτροπευτικός, -ή, -όν (Α) επιτρόπευση
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιτροπεία, ο κατάλληλος για επιτροπεία («καταμαθὼν ἤν που ᾖ ἐπιτροπευτικὸς ἀνήρ», Ξεν.).