ἐπιτροπευτικός

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτροπευτικός Medium diacritics: ἐπιτροπευτικός Low diacritics: επιτροπευτικός Capitals: ΕΠΙΤΡΟΠΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epitropeutikós Transliteration B: epitropeutikos Transliteration C: epitropeftikos Beta Code: e)pitropeutiko/s

English (LSJ)

ἐπιτροπευτική, ἐπιτροπευτικόν, fitted for the office of steward, X.Oec.12.3.

German (Pape)

[Seite 996] ή, όν, zur Aufsicht, Verwaltung geschickt, Xen. Oec. 12, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à exercer une tutelle, habile intendant.
Étymologie: ἐπιτροπεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτροπευτικός: умеющий управлять, могущий быть доверенным лицом (ἀνήρ Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτροπευτικός: -ή, -όν, κατάλληλος διὰ τὸ ὑπούργημα τοῦ ἐπιτρόπου, δηλ. ἐπιστάτου, Ξεν. Οἰκ. 12. 3.

Greek Monolingual

ἐπιτροπευτικός, -ή, -όν (Α) επιτρόπευση
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιτροπεία, ο κατάλληλος για επιτροπεία («καταμαθὼν ἤν που ᾖ ἐπιτροπευτικὸς ἀνήρ», Ξεν.).