ἐπιόψομαι

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιόψομαι Medium diacritics: ἐπιόψομαι Low diacritics: επιόψομαι Capitals: ΕΠΙΟΨΟΜΑΙ
Transliteration A: epiópsomai Transliteration B: epiopsomai Transliteration C: epiopsomai Beta Code: e)pio/yomai

English (LSJ)

fut. (or Ep. aor. subj.), I will choose, Il.9.167, Od.2.294: aor. I ind. ἐπιωψάμην chose, IG2.948.1 (iv B.C.), cf. Pl.Lg.947c (ἐπόψ-codd.), Hsch., Suid.: aor. 1 Pass., τοὺς ἐπιοφθέντας IG2.949.2 (iv/iii B.C.). (From ὀπ-'choose', cf. Lat. optare.)

French (Bailly abrégé)

f. Moy. de ἐφοράω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιόψομαι: (= ἐπόψομαι) fut. med. к ἐφοράω Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιόψομαι: ποιητ. ἀντὶ ἐπόψομαι, Ὁμ. Ἰλ. Ι. 167, Ὀδ. Β. 294. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπιόψονται· προχειρίσονται. προΐδωσιν. ἐπιλέξονται».

English (Autenrieth)

see ἐφοράω.

Greek Monolingual

ἐπιόψομαι (Α)
ποιητ. τ. μέλλ. αντί ἐπόψομαι (ή επικ. αόρ. υποτ. του αορ. α’ ἐπιωψάμην)
1. θα εκλέξω («τοὺς ἂν ἐγὼν ἐπιόψομαι», Ομ. Ιλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιόψονται
προχειρίσονται
προΐδωσιν
ἐπιλέξωνται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ΙΕ ρίζα οp- «εκλέγω, προτιμώ» + κατάλ. -σομαι του μέλλ.].

Greek Monotonic

ἐπιόψομαι: ποιητ. αντί ἐπ-όψομαι, μέλ. του ἐφοράω.