ἐπιόψομαι
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
English (LSJ)
fut. (or Ep. aor. subj.), I will choose, Il.9.167, Od.2.294: aor. I ind. ἐπιωψάμην chose, IG2.948.1 (iv B.C.), cf. Pl.Lg.947c (ἐπόψ-codd.), Hsch., Suid.: aor. 1 Pass., τοὺς ἐπιοφθέντας IG2.949.2 (iv/iii B.C.). (From ὀπ-'choose', cf. Lat. optare.)
French (Bailly abrégé)
f. Moy. de ἐφοράω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιόψομαι: (= ἐπόψομαι) fut. med. к ἐφοράω Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιόψομαι: ποιητ. ἀντὶ ἐπόψομαι, Ὁμ. Ἰλ. Ι. 167, Ὀδ. Β. 294. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐπιόψονται· προχειρίσονται. προΐδωσιν. ἐπιλέξονται».
English (Autenrieth)
see ἐφοράω.
Greek Monolingual
ἐπιόψομαι (Α)
ποιητ. τ. μέλλ. αντί ἐπόψομαι (ή επικ. αόρ. υποτ. του αορ. α’ ἐπιωψάμην)
1. θα εκλέξω («τοὺς ἂν ἐγὼν ἐπιόψομαι», Ομ. Ιλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιόψονται
προχειρίσονται
προΐδωσιν
ἐπιλέξωνται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ΙΕ ρίζα οp- «εκλέγω, προτιμώ» + κατάλ. -σομαι του μέλλ.].
Greek Monotonic
ἐπιόψομαι: ποιητ. αντί ἐπ-όψομαι, μέλ. του ἐφοράω.