ἐρωμένιον

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρωμένιον Medium diacritics: ἐρωμένιον Low diacritics: ερωμένιον Capitals: ΕΡΩΜΕΝΙΟΝ
Transliteration A: erōménion Transliteration B: erōmenion Transliteration C: eromenion Beta Code: e)rwme/nion

English (LSJ)

τό, a little love, darling, AP11.168 (Antiphan.).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
chère petite amie.
Étymologie: dim. de ἐρωμένη, de ἐράω.

Russian (Dvoretsky)

ἐρωμένιον: τό душечка, милая, любимая Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωμένιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ ἐρωμένη, μικρὰ ἐρωμένη, τρυφερὰ ἀγάπη, Ἀνθ. Π. 11. 168.

Greek Monolingual

ἐρωμένιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του ερωμένη) μικρή ερωμένη, τρυφερή αγάπη.

Greek Monotonic

ἐρωμένιον: τό, μικρή ερωμένη, τρυφερή αγάπη, σε Ανθ.

Middle Liddell

a little love, darling, Anth. [from ἐρώμενος