ἐχθαρτέος
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
α, ον, to be hated, S.Aj. 679.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ἐχθαίρω.
German (Pape)
Adj. verb. ab ἐχθαίρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐχθαρτέος: [adj. verb. к ἐχθαίρω заслуживающий ненависти, которого нужно ненавидеть (ὁ ἐχθρός Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθαρτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐχθαίρω, ὃν δεῖ ἐχθαίρειν, μισεῖν, ἀξιομίσητος, Σοφ. Αἴ. 679.
Greek Monolingual
ἐχθαρτέος, -α, -ον (Α) εχθαίρω
(ρηματ. επίθ. του εχθαίρω) αυτός που πρέπει να μισείται.
Greek Monotonic
ἐχθαρτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ., αξιομίσητος, σε Σοφ.