ἐρι

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 1027] ἐρι-, praefixum, = ἀρι-, verstärkt den Begriff der Wörter, denen es vorgesetzt wird, sehr. Die Composita sind meist poetisch, bes. episch u. lyrisch.

English (Autenrieth)

intensive prefix, like ἀρι-]].

Greek Monotonic

ἐρῐ: αχώριστο μόριο, όπως το ἀρι-, για επίταση της έννοιας μιας λέξης, πολύ, αρκετά.

Russian (Dvoretsky)

ἐρῐ: неотделяемая усилит. приставка (напр. в ἐριαύχην Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: prefix
Meaning: very, high (Il.),
Dialectal forms: Perh. in Myc. eri- /eri-/.
Compounds: esp. in Bahuvrihi's like ἐρί-(γ)δουπος, -σθενής, -τιμος, -αύχην; also ἐρι-βρεμέτης, -δμᾶτος (A. Ag. 1461 [lyr.]) a. o.; cf. Chantraine REGr. 49, 406.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Beside ἐρι- stands with the same meaning ἀρι-, which however like Skt. ari-, as opposed to ἐρι-, belongs in verbal adjectives, cf. s. v. and Schwyzer 434. One might think of a connection with ὄρνυμι rise etc. (ἐρι- beside *ἔρος?, cf. s. ἐρέας). - The comment in DELG is unclear to me.

Middle Liddell

insepar. prefix, like ἀρι-, to strengthen the sense of a word, very, much.

Mantoulidis Etymological

(=πολύ μεγάλο, δυνατό). Προθηματικό μόριο γιἀ ἐνίσχυση τῆς ἔννοιας μιᾶς λέξης π.χ. ἐριβρεμέτης (=αὐτός πού βροντᾶ δυνατά), ἐριβῶλαξ (=μέ μεγάλους βώλους, εὔφορος), ἐρίγδουπος (=πού ἀντηχεῖ βροντερά), ἐρικυδής (=μέ μεγάλη δόξα), κ.λπ.