ἑρμαῖος

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρμαῖος Medium diacritics: ἑρμαῖος Low diacritics: ερμαίος Capitals: ΕΡΜΑΙΟΣ
Transliteration A: hermaîos Transliteration B: hermaios Transliteration C: ermaios Beta Code: e(rmai=os

English (LSJ)

α, ον,
A called after Hermes, Ἑρμαῖος λόφος, in Ithaca, Od.16.471 (expl. as = ἕρμαξ by Sch. ad loc.); Ἑρμαῖος λέπας Λήμνου A.Ag.283, cf. S.Ph.1459 (anap.).
2 of Hermes, Λύρη, the constellation Lyra, Arat.674; Ἑρμαῖος, ὁ (sc. μήν), month at Argos, etc., Polyaen.8.33; in Boeotia, IG7.289, al.; in the Aetolian league, GDI1745, al.; cf. Ἑρμαιών.
3 gainful, δαιμόνων δόσις A. Eu.947.
4 fem. Ἑρμαΐς, ίδος, ἡ, κρήνη Hp.Ep.17.

German (Pape)

[Seite 1032] vom Hermes herrührend, Gewinn bringend, ἑρμαίαν δαιμόνων δόσιν Aesch. Eum. 907. Vgl. nom. pr.

Greek Monolingual

ἑρμαῖος, -α, -ον (AM) Ερμής
μσν.
ωφέλιμος, χρήσιμος, κατάλληλος
αρχ.
1. αυτός που πήρε το όνομά του από τον Ερμή («ἑρμαῖος λόφος»)
2. αυτός που ανήκει στον Ερμή («ἑρμαίη λύρη»)
3. ονομασία μήνα στο Άργος, στη Βοιωτία και στην Αιτωλία
4. επικερδής.