ἔντεκνος
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ἔντεκνον, having children, opp. ἄτεκνος, Luc.DMort.6.3.
Spanish (DGE)
-ον
que tiene hijos op. ἄτεκνος Luc.DMort.16.3, cf. Hdn.Philet.31.
German (Pape)
[Seite 854] mit Kindern, Kinder habend, Luc. D. Mut. 6, 3, im Gegensatz von ἄτεκνος, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a des enfants.
Étymologie: ἐν, τέκνον.
Russian (Dvoretsky)
ἔντεκνος: имеющий детей Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἔντεκνος: -ον, ὁ ἔχων τέκνα, ἀντίθ. τῷ ἄτεκνος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 6. 3.
Greek Monolingual
ἔντεκνος, -ον (Α)
αυτός που έχει παιδιά.
Greek Monotonic
ἔντεκνος: -ον (τέκνον), αυτός που έχει παιδιά, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἔν-τεκνος, ον τέκνον
having children, Luc.