ἕρμασμα
From LSJ
Full diacritics: ἕρμασμα | Medium diacritics: ἕρμασμα | Low diacritics: έρμασμα | Capitals: ΕΡΜΑΣΜΑ |
Transliteration A: hérmasma | Transliteration B: hermasma | Transliteration C: ermasma | Beta Code: e(/rmasma |
-ατος, τό, prop, support, Hp. Off.25.
[Seite 1032] τό, die Stütze, = ἕρμα, Hippocr.
ἕρμασμα: τό, στήριγμα, ἔρεισμα, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 749· πρβλ. ἕρμα.
ἕρμασμα, τὸ (Α) ερμάζω
στήριγμα, έρεισμα.