ἕρμασμα

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕρμασμα Medium diacritics: ἕρμασμα Low diacritics: έρμασμα Capitals: ΕΡΜΑΣΜΑ
Transliteration A: hérmasma Transliteration B: hermasma Transliteration C: ermasma Beta Code: e(/rmasma

English (LSJ)

-ατος, τό, prop, support, Hp. Off.25.

German (Pape)

[Seite 1032] τό, die Stütze, = ἕρμα, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἕρμασμα: τό, στήριγμα, ἔρεισμα, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 749· πρβλ. ἕρμα.

Greek Monolingual

ἕρμασμα, τὸ (Α) ερμάζω
στήριγμα, έρεισμα.