ἤχθηρα

From LSJ

French (Bailly abrégé)

v. ἐχθαίρω.

Greek Monotonic

ἤχθηρα: αόρ. αʹ του ἐχθαίρω.

Russian (Dvoretsky)

ἤχθηρα: aor. к ἐχθαίρω.