ἰσάδελφος

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσάδελφος Medium diacritics: ἰσάδελφος Low diacritics: ισάδελφος Capitals: ΙΣΑΔΕΛΦΟΣ
Transliteration A: isádelphos Transliteration B: isadelphos Transliteration C: isadelfos Beta Code: i)sa/delfos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, like a brother, of Pylades, E.Or.1015 (anap.); εὔνοια IPE12.359.

German (Pape)

[Seite 1262] brudergleich, ἀνήρ, Pylades, Eur. Or. 1014.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semblable à un frère.
Étymologie: ἴσος, ἀδελφός.

Russian (Dvoretsky)

ἰσάδελφος: равный или подобный брату (πιστότατος Πυλάδης ἰ. ἀνήρ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσάδελφος: ῐσᾰ, ον, ὡς ἀδελφός, ἴσος ἀδελφῷ, ἐπὶ τοῦ Πυλάδου, Εὐρ. Ὀρ. 1015.

Greek Monolingual

-ο (Α ἰσάδελφος, -ον)
1. ίσος με αδελφό, αυτός που θεωρείται ή αγαπιέται σαν αδελφός
2. αδελφικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἀδελφός.

Greek Monotonic

ἰσάδελφος: [ῐσᾰ], -ον, σαν αδελφός, όμοιος με αδελφό, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἰσ-άδελφος, ον
like a brother, Eur.