ἰσάδελφος
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
English (LSJ)
[ᾰ], ον, like a brother, of Pylades, E.Or.1015 (anap.); εὔνοια IPE12.359.
German (Pape)
[Seite 1262] brudergleich, ἀνήρ, Pylades, Eur. Or. 1014.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
semblable à un frère.
Étymologie: ἴσος, ἀδελφός.
Russian (Dvoretsky)
ἰσάδελφος: равный или подобный брату (πιστότατος Πυλάδης ἰ. ἀνήρ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσάδελφος: ῐσᾰ, ον, ὡς ἀδελφός, ἴσος ἀδελφῷ, ἐπὶ τοῦ Πυλάδου, Εὐρ. Ὀρ. 1015.
Greek Monolingual
-ο (Α ἰσάδελφος, -ον)
1. ίσος με αδελφό, αυτός που θεωρείται ή αγαπιέται σαν αδελφός
2. αδελφικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἀδελφός.
Greek Monotonic
ἰσάδελφος: [ῐσᾰ], -ον, σαν αδελφός, όμοιος με αδελφό, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἰσ-άδελφος, ον
like a brother, Eur.