ἱεροποιέω
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
English (LSJ)
A serve as ἱεροποιός, -ποιῶν καὶ θύων ὑπὲρ τῆς δημοκρατίας Antipho 6.45, cf. Pl.Ly.207d, IG11(2).144A (Delos, iv B.C.); τῇ Ἀθηνᾷ ib.22.1257 (iv B.C.); τῷ Ἀπόλλωνι SIG1037.6 (Milet., iv/iii B.C.), etc.: c. acc., ἱ. εἰσιτητήρια ὑπὲρ τῆς βουλῆς D.21.114; οἱ τὰ μυστήρια -ποιήσαντες IG2.872; ἱ. τὰ Ἀπολλώνια BCH36.413 (Delos, ii B.C.).
II deify, Aristid.1.191 J.
German (Pape)
[Seite 1241] ein ἱεροποιός sein, Plat. Lys. 207 d; übh. Opfer besorgen, καὶ θύειν ὑπἐρ τῆς δημοκρατίας Antiph. 6, 45, εἰσιτήρια ὑπ ὲρ τῆς βουλῆς ἱεροποιῆσαι καὶ θῦσαι Dem. 21, 114; Sp.; auch = heilig machen, K. S.
French (Bailly abrégé)
ἱεροποιῶ :
faire un sacrifice, célébrer une cérémonie religieuse.
Étymologie: ἱεροποιός.
Russian (Dvoretsky)
ἱεροποιέω: совершать жертвоприношения, ведать жертвоприношениями Plat., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροποιέω: ὑπηρετῶ ὡς ἱεροποιός, προσφέρω θυσίας, ἱεροποίησεν τῇ Ἀθηνᾷ Συλλ. Ἐπιγρ. 99. 6· ὑπὲρ τῆς δημοκρατίας Ἀντιφῶν 146. 39, πρβλ. Πλάτ. Λύσ. 207D· μετ’ αἰτ., ἱερ. εἰσιτήρια ὑπὲρ τῆς βουλῆς Δημ. 552. 2. ΙΙ. θυσιάζω, τι Τζέτζ. Εξηγ. σ. 113. 2) ποιῶ τι ἅγιον, Κλήμ. Ἀλ. 71· θεοποιῶ, Ἀριστείδ. 1. 191.
Greek Monotonic
ἱεροποιέω: μέλ. -ήσω, υπηρετώ σαν ἱεροποιός, προσφέρω θυσίες, θυσιάζω, σε Δημ.