ἱεροποιέω

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροποιέω Medium diacritics: ἱεροποιέω Low diacritics: ιεροποιέω Capitals: ΙΕΡΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: hieropoiéō Transliteration B: hieropoieō Transliteration C: ieropoieo Beta Code: i(eropoie/w

English (LSJ)

A serve as ἱεροποιός, -ποιῶν καὶ θύων ὑπὲρ τῆς δημοκρατίας Antipho 6.45, cf. Pl.Ly.207d, IG11(2).144A (Delos, iv B.C.); τῇ Ἀθηνᾷ ib.22.1257 (iv B.C.); τῷ Ἀπόλλωνι SIG1037.6 (Milet., iv/iii B.C.), etc.: c. acc., ἱ. εἰσιτητήρια ὑπὲρ τῆς βουλῆς D.21.114; οἱ τὰ μυστήρια -ποιήσαντες IG2.872; ἱ. τὰ Ἀπολλώνια BCH36.413 (Delos, ii B.C.).
II deify, Aristid.1.191 J.

German (Pape)

[Seite 1241] ein ἱεροποιός sein, Plat. Lys. 207 d; übh. Opfer besorgen, καὶ θύειν ὑπἐρ τῆς δημοκρατίας Antiph. 6, 45, εἰσιτήρια ὑπ ὲρ τῆς βουλῆς ἱεροποιῆσαι καὶ θῦσαι Dem. 21, 114; Sp.; auch = heilig machen, K. S.

French (Bailly abrégé)

ἱεροποιῶ :
faire un sacrifice, célébrer une cérémonie religieuse.
Étymologie: ἱεροποιός.

Russian (Dvoretsky)

ἱεροποιέω: совершать жертвоприношения, ведать жертвоприношениями Plat., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροποιέω: ὑπηρετῶ ὡς ἱεροποιός, προσφέρω θυσίας, ἱεροποίησεν τῇ Ἀθηνᾷ Συλλ. Ἐπιγρ. 99. 6· ὑπὲρ τῆς δημοκρατίας Ἀντιφῶν 146. 39, πρβλ. Πλάτ. Λύσ. 207D· μετ’ αἰτ., ἱερ. εἰσιτήρια ὑπὲρ τῆς βουλῆς Δημ. 552. 2. ΙΙ. θυσιάζω, τι Τζέτζ. Εξηγ. σ. 113. 2) ποιῶ τι ἅγιον, Κλήμ. Ἀλ. 71· θεοποιῶ, Ἀριστείδ. 1. 191.

Greek Monotonic

ἱεροποιέω: μέλ. -ήσω, υπηρετώ σαν ἱεροποιός, προσφέρω θυσίες, θυσιάζω, σε Δημ.

Middle Liddell

ἱεροποιέω, fut. -ήσω
to offer sacrifices, to sacrifice, Dem.