ἱππηλατέω
From LSJ
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1258] Rosse treiben, fahren u. reiten, Ar. Av. 1442 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ἱππηλατῶ :
aller à cheval ou conduire un char.
Étymologie: ἱππηλάτης.
Russian (Dvoretsky)
ἱππηλᾰτέω: заниматься верховой ездой или конными бегами, предаваться конному спорту Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππηλᾰτέω: ἱππέυω ἢ ἐλαύνω ἵππους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1443, κλ.
Greek Monotonic
ἱππηλᾰτέω: μέλ. -ήσω, ιππεύω ή οδηγώ άλογα, σε Αριστοφ.