ἱππημολγοί
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
οι, (ἀμέλγω) the Mare-milkers, a Scythian or Tartar tribe, Il.13.5, cf. Str. 7.3.2; Σκύθαι ἱ. Hes.Cat.Oxy.1358Fr.2.15; ἱ. Κιμμέριοι Call.Dian.252.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππημολγοί: οἱ, (ἀμέλγω) οἱ ἀμέλγοντες τὰς θηλείας ἵππους, τὰς φοράδας, Σκυθικὴ ἢ Ταρταρικὴ φυλή, Ἰλ. Ν. 5, πρβλ. Στράβ. 296 κἑξ.· καλούμενοι παρ’ Ἡσ., Ἀποσπ. 122 Göttl., Ἱππ. Σκύθαι· παρὰ δὲ Καλλ. ἐν Ὕμνῳ εἰς Ἥραν 252, Ἱππ. Κιμμέριοι, πρβλ. Ἡσύχ.
Greek Monotonic
ἱππημολγοί: οἱ (ἀμέλγω), αυτοί που αρμέγουν τα θηλυκά άλογα, τις φοράδες, Σκυθική ή Ταρταρική φυλή, σε Ομήρ. Ιλ.