ἴκμη

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴκμη Medium diacritics: ἴκμη Low diacritics: ίκμη Capitals: ΙΚΜΗ
Transliteration A: íkmē Transliteration B: ikmē Transliteration C: ikmi Beta Code: i)/kmh

English (LSJ)

ἡ, (ἰκμάς) a plant growing in moist places, duckweed, Lemna minor, Thphr. HP 4.10.1.

German (Pape)

[Seite 1248] ἡ, eine an feuchten Orten wachsende Pflanze, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἴκμη: ἡ, (ἰκμάς) φυτὸν φυόμενον ἐν ὑγροῖς τόποις, ἰδίως ἐν τῇ λίμνῃ τῇ περὶ τὸν Ὀρχομενόν, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 1.- Καθ, Ἡσύχ.: «ἴκμη· φυτόν τι γινόμενον περὶ τὸν Ὀρχομενόν».

Greek Monolingual

ἴκμη, ἡ (Α)
το υδρόβιο φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία λέμνα η ελάσσων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἰκμαίνω, με υποχωρητ. σχηματισμό].