ὀγάστριος
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
English (LSJ)
ὀγάστριον, = ὁμογάστριος, v.l. in Lyc.452; ὀγάστωρ· ὁμογάστωρ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 290] = ὁμογάστριος, Schol. Lyc. 452.
Greek (Liddell-Scott)
ὀγάστριος: -ον, = ὁμογάστριος, διάφορ. γραφὴ παρὰ Λυκόφρονι 452· ὀγάστωρ, ὁ, ἡ, Ἡσύχ.· ἴδε Heyne εἰς Ἰλ. Φ. 95. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 182-183.
Greek Monolingual
ὀγάστριος, -ον (Α)
ὁμογάοτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀ- (Ι) + -γάστριος (< γαστήρ, γαστρός), πρβλ. ομογάστριος].