Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀλιγογνώμων

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγογνώμων Medium diacritics: ὀλιγογνώμων Low diacritics: ολιγογνώμων Capitals: ΟΛΙΓΟΓΝΩΜΩΝ
Transliteration A: oligognṓmōn Transliteration B: oligognōmōn Transliteration C: oligognomon Beta Code: o)ligognw/mwn

English (LSJ)

ὀλιγογνώμον, gen. ονος, = ὀλίγωρος, Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 320] ον, = ὀλίγωρος, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγογνώμων: -ονος, ὁ, ἡ, = ὀλίγωρος, Συνέσ. 15Α, Ἡσυχ., Φώτ.· κλητ. ὦ ὀλιγόγνωμον, ἴδε Κόντου Γλωσ. Παρατηρ. σ. 154.

Greek Monolingual

ὀλιγογνώμων, -ον (Α)
1. αυτός που δείχνει αδιαφορία, που ολιγωρεί, που δεν φροντίζει κάτι όσο πρέπει, ο αμελής
2. ανόητος, αφελής, μικρόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. πολυγνώμων.