ὀνομαστέον
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
one must name, Pl.Cra.387d.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνομαστέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ὀνομάζω, δεῖ ὀνομάζειν, Πλάτ. Κρατ. 387D.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ὀνομάζω.