ὀπιπευτήρ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ὀπιπευτῆρος, ὁ, starer, gaper, Nonn. D. 37.270, etc.; also, = παρθενοπίπης, ib.7.193, Man.6.584.
German (Pape)
[Seite 357] ῆρος, ὁ, spätere Form für ὀπιπτευτήρ, Maneth. 6, 584.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπῑπευτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἀτενῶς βλέπων, θεατής, λαοὶ δ’ ... ἐν ὑψιλόφῳ τινὶ χώρῳ ἑζόμενοι στοιχηδὸν ὀπιπευτῆρες ἀγῶνος Νόνν. Δ. 37, 270, κτλ.· ὡσαύτως = παρθενοπίπης, αὐτόθι 7. 193, Μανέθων 6. 584.
Greek Monolingual
ὀπιπευτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. αυτός που παρακολουθεί ως θεατής, παρατηρητής («ἑζόμενοι στοιχηδὸν ὀπιπευτῆρες ἀγῶνος», Νόνν.)
2. παρθενοπίπης («ἄνδρας μὲν μάχλους και οπιπευτῆρας ἔτευξαν», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπιπεύω «παρακολουθώ, κοιτάζω επίμονα» + επίθημα -τήρ (πρβλ. ιχνευτήρ)].