ὀχθηρός
From LSJ
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
English (LSJ)
ά, όν, hilly, Euph.120, D.H.11.26, APl.4.256.
German (Pape)
[Seite 430] hügelig, Euphor. fr. 92, im E. M. 288, 20, χῶρος Ep. ad. 236 (Plan. 256).
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
escarpé.
Étymologie: ὄχθη.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχθηρός: -ά, -όν, λοφώδης, πλήρης ὑψωμάτων, Εὐφορίων 91, Διον. Ἁλ. 11. 26, Ἀνθ. Πλαν. 256.
Greek Monolingual
ὀχθηρός, -ά, -όν (Α) όχθος
λοφώδης, γεμάτος λόφους.
Greek Monotonic
ὀχθηρός: -ά, -όν, λοφώδης, σε Ανθ.