ὀϊστεύω
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
A shoot arrows, ὅν τις ὀϊστεύσας ἔβαλεν whom one shot with an arrow, Il.4.196, cf. Od.8.216; τόξῳ ὀϊστεύσας 12.84: c. gen. objecti, ἀλλ' ἄγ' ὀΐστευσον Μενελάου Il.4.100: c. acc. cogn., ἀκτῖνας ὀ., etc., Nonn. D. 41.257, etc.
II trans., shoot with an arrow, AP5.57 (Arch.); τινὰ βελέμνῳ Nonn. D. 15.322.
German (Pape)
[Seite 312] mit dem Pfeile schießen; absolut, λίπον ἰοὶ ὀϊστεύοντα ἄνακτα, Od. 22, 119; τόξῳ ὀϊστεύειν, Od. 12, 84; τινός, nach Einem, Il. 4, 100; ὅν τις ὀϊστεύσας ἔβαλεν, d. i. den Einer mit dem Pfeile getroffen hat, 4, 196. 8, 269; einzeln bei sp. D.; τινά, Archi. 1 (V, 58); auch ἀκτῖνας, σπινθῆρας, Nonn. 41, 257. 48, 354, öfter.
French (Bailly abrégé)
lancer un trait ou des traits : τινός, sur qqn.
Étymologie: ὀϊστός.
Russian (Dvoretsky)
ὀϊστεύω: пускать стрелу, стрелять (τόξῳ Hom.): ὀϊ. τινός Hom. и τινά Anth. поражать кого-л. стрелой.
Greek (Liddell-Scott)
ὀϊστεύω: ῥίπτω βέλη, τοξεύω, ὃν τὶς ὀϊστεύσας ἔβαλεν, ὅν τις τοξεύσας ἐκτύπησε, Ἰλ. Δ. 196· ὀϊστεύσας ἐν ὁμίλῳ Ὀδ. Θ. 216· τόξῳ ὀϊστεύσας Μ. 84· μετὰ γεν. ἀντικειμ., ἀλλ’ ἄγ’ ὀΐστευσον Μενελάου Ἰλ. Δ. 100· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., ἀκτῖνας ὀϊστ. Νόνν. Δ. 41. 257, κτλ. ΙΙ. μεταβ., κτυπῶ διὰ βέλους, πληγώνω, Ἀνθ. Π. 5. 58.
Greek Monolingual
ὀϊστεύω (Α) οϊστός
1. ρίχνω βέλη, τοξεύω («τόξῳ ὀϊστεύσας κοῖλον σπέος εἰσαφίκοιτο», Ομ. Ιλ.)
2. χτυπώ, πλήττω με βέλος, πληγώνω.
Greek Monotonic
ὀϊστεύω: μέλ. -σω (ὀϊστός), ρίχνω βέλη, τοξεύω, σε Όμηρ.· με γεν., στοχεύω εναντίον, ὀΐστευσον Μενελάου, σε Ομήρ. Ιλ.